πρωτεπίτριτος

πρωτεπίτριτος
ὁ, Μ
(για μετρικό πόδα) ο πρώτος επίτριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἐπίτριτος «είδος μετρικού πόδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”